λιανεύω

λιανεύω
λιάνεψα, λιανεύτηκα, λιανεμένος
1. μτβ., κάνω κάτι λιανό (λεπτό).
2. αμτβ., γίνομαι λιανός (λιγνός), αδυνατίζω: Λιάνεψε από την πείνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιανεύω — βλ. λειανεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”